- διμηνία
- η (AM διμηνία) [δίμηνος]χρονικό διάστημα δύο μηνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διμηνία — η διάστημα δύο μηνών: Απολύομαι σε μία διμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δύο μήνες: Η εκδίκαση της υπόθεσης πήρε δίμηνη αναβολή. 2. το ουδ. ως ουσ., δίμηνο η διμηνία: Θα γεννήσει σ’ ένα δίμηνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διμορφισμός — ο 1. (βιολ.), η συνύπαρξη δύο ξεχωριστών μορφών σε ένα ζώο. 2. (γλωσσ.), η εμφάνιση και η χρήση μιας λέξης με δύο μορφές, π.χ. δίμηνο, διμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)